Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωκτικός η πρωκτική το πρωκτικό
      γενική του πρωκτικού της πρωκτικής του πρωκτικού
    αιτιατική τον πρωκτικό την πρωκτική το πρωκτικό
     κλητική πρωκτικέ πρωκτική πρωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωκτικοί οι πρωκτικές τα πρωκτικά
      γενική των πρωκτικών των πρωκτικών των πρωκτικών
    αιτιατική τους πρωκτικούς τις πρωκτικές τα πρωκτικά
     κλητική πρωκτικοί πρωκτικές πρωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωκτικός < πρωκτός + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πρωκτικός -ή -ό

  1. του πρωκτού
  2. συνουσία όπου η διείσδυση του πέους γίνεται στον πρωκτό αντί στον κόλπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία