Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προωθώ < προ + ωθώ

  Ρήμα επεξεργασία

προωθώ , αόρ.: προώθησα, παθ.φωνή: προωθούμαι, π.αόρ.: προωθήθηκα, μτχ.π.π.: προωθημένος

  1. σπρώχνω προς τα εμπρός
  2. προμοτάρω, βοηθώ κάτι να βγει στην αγορά, «σπρώχνω» κάτι στην αγορά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία