προσωπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσωπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
προσωπικός
- που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή στο μπροστινό τμήμα του κεφαλιού
- που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή σε κάποιο άτομο
- που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο
- που γίνεται με άμεση επαφή και όχι εμμέσως
- (πληροφορική) βλ. προσωπικός υπολογιστής
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχετικός με πρόσωπο/άτομο