προστακτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστακτική < ελληνιστική κοινή προστακτική < αρχαία ελληνική προστακτικός < προστάσσω < πρός + τάσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προστακτική θηλυκό
- (γραμματική) έγκλιση του ρήματος που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η προσταγή ή η προτροπή και η παράκληση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρηματική έγκλιση
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προστακτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του προστακτικός