προστάτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστάτιδα < αρχαία ελληνική προστάτις + κατάληξη θηλυκού -ιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προστάτιδα θηλυκό
- θηλυκό του προστάτης
- (ως επίθετο)
- η Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου καθιερώθηκε να αποκαλούνται "Προστάτιδες δυνάμεις"
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προστάτιδα
|