Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσπέλαση οι προσπελάσεις
      γενική της προσπέλασης* των προσπελάσεων
    αιτιατική την προσπέλαση τις προσπελάσεις
     κλητική προσπέλαση προσπελάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσπελάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσπέλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσπέλα(σις) + -ση < προσπελάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσπέλαση θηλυκό

  • το πλησίασμα, η προσέγγιση
    είναι πολύ δύσκολη η προσπέλαση αυτού του βουνού
    για την προσπέλαση του στόχου απαιτείται αυτοσυγκέντρωση και οργάνωση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη προσπελάζω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία