Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσκοπισμός οι προσκοπισμοί
      γενική του προσκοπισμού των προσκοπισμών
    αιτιατική τον προσκοπισμό τους προσκοπισμούς
     κλητική προσκοπισμέ προσκοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκοπισμός < πρόσκοπος + -ισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.sko.piˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσκοπισμός αρσενικό

  • μια εθελοντική, μη πολιτική παιδαγωγική κίνηση, για νέους ανθρώπους, ανοικτή σε όλους, χωρίς διάκριση καταγωγής, φυλής ή πίστης, με σκοπό να συμβάλει στην ανάπτυξη των νέων σωματικά, διανοητικά, κοινωνικά και πνευματικά μέσω της αλληλοεκπαίδευσης με έμφαση στην υπαίθρια ζωή.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία