Δείτε επίσης: προβλητικός, προσβλητός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσβλητικός η προσβλητική το προσβλητικό
      γενική του προσβλητικού της προσβλητικής του προσβλητικού
    αιτιατική τον προσβλητικό την προσβλητική το προσβλητικό
     κλητική προσβλητικέ προσβλητική προσβλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσβλητικοί οι προσβλητικές τα προσβλητικά
      γενική των προσβλητικών των προσβλητικών των προσβλητικών
    αιτιατική τους προσβλητικούς τις προσβλητικές τα προσβλητικά
     κλητική προσβλητικοί προσβλητικές προσβλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσβλητικός < ελληνιστική κοινή προσβλητικός[1] [2] < προσβλητός < αρχαία ελληνική προσβάλλω < πρός + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική offensif[1] [2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoz.vli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σβλη‐τι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐βλη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

προσβλητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 προσβλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 προσβλητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)