Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προπύργιο τα προπύργια
      γενική του προπύργιου
προπυργίου
των προπύργιων
προπυργίων
    αιτιατική το προπύργιο τα προπύργια
     κλητική προπύργιο προπύργια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπύργιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπύργιο ουδέτερο

  • μικρός πύργος μπροστά από άλλους μεγαλύτερους

  Μεταφράσεις επεξεργασία