Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπληρώνω < προ- + πληρώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prépayer)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.pliˈɾo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

προπληρώνω (παθητική φωνή: προπληρώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία