προοδευτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προοδευτικά < προοδευτικός
Επίρρημα επεξεργασία
προοδευτικά
- υποστηρίζοντας την πρόοδο
- με μικρές αλλά σταθερές αλλαγές, βαθμιαία
- από αύριο η θερμοκρασία θα αρχίσει να αυξάνεται προοδευτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
προοδευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προοδευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προοδευτικό