Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προοδευτικά < προοδευτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

προοδευτικά

  1. υποστηρίζοντας την πρόοδο
  2. με μικρές αλλά σταθερές αλλαγές, βαθμιαία
    από αύριο η θερμοκρασία θα αρχίσει να αυξάνεται προοδευτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προοδευτικά