Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προθετικός η προθετική το προθετικό
      γενική του προθετικού της προθετικής του προθετικού
    αιτιατική τον προθετικό την προθετική το προθετικό
     κλητική προθετικέ προθετική προθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προθετικοί οι προθετικές τα προθετικά
      γενική των προθετικών των προθετικών των προθετικών
    αιτιατική τους προθετικούς τις προθετικές τα προθετικά
     κλητική προθετικοί προθετικές προθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προθετικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

προθετικός

  1. που αφορά ή σχετίζεται με γραμματική πρόθεση
  2. που αφορά ή σχετίζεται με βουλητική πρόθεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία