προγραμματίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προγραμματίστρια < προγραμματιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
προγραμματίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του προγραμματιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
προγραμματίστρια
προγραμματίστρια θηλυκό