προβοκάτσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προβοκάτσια | οι | προβοκάτσιες |
γενική | της | προβοκάτσιας | — | |
αιτιατική | την | προβοκάτσια | τις | προβοκάτσιες |
κλητική | προβοκάτσια | προβοκάτσιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβοκάτσια < (άμεσο δάνειο) ρωσική провокация (provokácija) < λατινική provocatio < provocatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος provoco < voco < πρωτοϊταλική *wōks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβοκάτσια θηλυκό
- σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη προβοκάρω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβοκάτσια
|