προαναγγέλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαναγγέλλω < ελληνιστική κοινή προαναγγέλλω < αρχαία ελληνική πρό + ἀναγγέλλω < ἀγγέλλω
Ρήμα επεξεργασία
προαναγγέλλω
- αναγγέλλω / ανακοινώνω από πρίν, εκ των προτέρων
Συγγενικά επεξεργασία
- προαναγγελία
- προαναγγελμένος
- → δείτε τις λέξεις προ, αναγγέλλω, αγγέλλω και άγγελος