Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πριαπισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πριαπισμ
ός
οι
πριαπισμ
οί
γενική
του
πριαπισμ
ού
των
πριαπισμ
ών
αιτιατική
τον
πριαπισμ
ό
τους
πριαπισμ
ούς
κλητική
πριαπισμ
έ
πριαπισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πριαπισμός
<
ελληνιστική κοινή
πριαπισμός
<
αρχαία ελληνική
Πρίαπος
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πριαπισμός
αρσενικό
(
ιατρική
)
παθολογική
κατάσταση
συνεχούς
στύσης
χωρίς
γενετήσια
επιθυμία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κλειτοριδισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πριαπισμός
αγγλικά
:
priapism
(en)
πολωνικά
:
priapizm
(pl)