πρέσβειρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρέσβειρα < αρχαία ελληνική πρέσβειρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρέσβειρα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα πρέσβης (πρεσβευτής)
- σύζυγος πρέσβη
- γυναίκα που αντιπροσωπεύει τη χώρα σε διεθνείς θεσμούς
- πρέσβειρα καλής θέλησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρέσβειρα