Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρέπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπω [1]

  Ρήμα επεξεργασία

πρέπω μόνο σε τρίτο πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού στο ενεστωτικό θέμα

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

πρέπω

  1. είμαι ορατός, διακρίνομαι καλά ανάμεσα σε πολλούς
  2. (για ήχο) ακούγομαι δυνατά και καθαρά
  3. (για οσμή) διακρίνομαι καθαρά
  4. μοιάζω στη μορφή
  5. ταιριάζω, αρμόζω
  6. (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη πρέπει, ταιριάζει

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία