Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πράγματι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πράγματι, δοτική του πρᾶγμα, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική in der Tat [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾaɣmati/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πράγ‐μα‐τι
παλιότερος συλλαβισμός: πρά‐γμα‐τι

  Επίρρημα επεξεργασία

πράγματι

  • η επιβεβαίωση, πως κάτι ισχύει
    Πράγματι! αυτό κοστίζει τόσο! Απίστευτο!

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη πράγμα και το αρχαίο πρᾶγμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία