Δείτε επίσης: -πουλος, Πούλος, Ποῦλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πούλος οι πούλοι
      γενική του πούλου των πούλων
    αιτιατική τον πούλο τους πούλους
     κλητική πούλε πούλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πούλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποῦλος / ποῦλλος < λατινική pullus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *polH- (νεοσσός). Μεγεθυντικό της λέξης πουλί.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πού‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πούλος αρσενικό

  1. (χυδαίο) το πέος, το αντρικό γεννητικό όργανο
  2. δημοτική (παρωχημένο):[1]
    1. (πτηνό) ο νεοσσός του πτηνού και ιδίως της κότας, το κοτοπουλάκι
    2. (φυτό) το φυτό του είδους Mοίκων η ροιάς (Papaver rhoeas), η κοινή παπαρούνα

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, ., λήμμα «ποῦλ(λ)ος».