Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουλερικό τα πουλερικά
      γενική του πουλερικού των πουλερικών
    αιτιατική το πουλερικό τα πουλερικά
     κλητική πουλερικό πουλερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουλερικό < πουλί + -ερικό[1] [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουλερικό ουδέτερο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό: πουλερικά) οικόσιτο εκτρεφόμενο πτηνό (κότα, γαλοπούλα, πάπια, χήνα κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) το βρώσιμο κρέας των παραπάνω πτηνών

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πουλερικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πουλί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.