Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποντικοπαγίδα οι ποντικοπαγίδες
      γενική της ποντικοπαγίδας των ποντικοπαγίδων
    αιτιατική την ποντικοπαγίδα τις ποντικοπαγίδες
     κλητική ποντικοπαγίδα ποντικοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ποντικοπαγίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποντικοπαγίδα < ποντικός + -ο- + παγίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pon.di.ko.paˈʝi.δa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐ντι‐κο‐πα‐γί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποντικοπαγίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία