ποντικοπαγίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pon.di.ko.paˈʝi.δa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντι‐κο‐πα‐γί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποντικοπαγίδα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποντικοπαγίδα