πονηριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πονηριά | οι | πονηριές |
γενική | της | πονηριάς | των | (πονηριών) |
αιτιατική | την | πονηριά | τις | πονηριές |
κλητική | πονηριά | πονηριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πονηριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πονηριά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονηρία < πονηρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.niɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νη‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
πονηριά θηλυκό
- η ιδιότητα του πονηρού
- ↪ Η πονηριά αυτού του ανθρώπου με εκνευρίζει αφόρητα.
- η ενέργεια του πονηρού
- ↪ Όλο πονηριές είναι αυτός ο άνθρωπος.
Συνώνυμα επεξεργασία
παρόμοια σημασία:
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωφελιμιστικά δόλια δράση
Πηγές επεξεργασία
- πονηριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πονηριά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)