Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονηριά οι πονηριές
      γενική της πονηριάς των (πονηριών)
    αιτιατική την πονηριά τις πονηριές
     κλητική πονηριά πονηριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πονηριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πονηριά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονηρία < πονηρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.niɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νη‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πονηριά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του πονηρού
    Η πονηριά αυτού του ανθρώπου με εκνευρίζει αφόρητα.
  2. η ενέργεια του πονηρού
    Όλο πονηριές είναι αυτός ο άνθρωπος.

Συνώνυμα επεξεργασία

παρόμοια σημασία:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία