Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πονεμένος η πονεμένη το πονεμένο
      γενική του πονεμένου της πονεμένης του πονεμένου
    αιτιατική τον πονεμένο την πονεμένη το πονεμένο
     κλητική πονεμένε πονεμένη πονεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πονεμένοι οι πονεμένες τα πονεμένα
      γενική των πονεμένων των πονεμένων των πονεμένων
    αιτιατική τους πονεμένους τις πονεμένες τα πονεμένα
     κλητική πονεμένοι πονεμένες πονεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πονεμένος < μεσαιωνική λέξη, μετοχή του πονῶ < αρχαία ελληνική πεπονημένος και πονούμενος του πονέω-πονῶ

  Μετοχή επεξεργασία

πονεμένος -η -ο

  1. για κάτι που πονάει
    η πονεμένη μέση μου, το πονεμένο δοντάκι
  2. για κάτι που πονάει μεταφορικά
    πονεμένη καρδιά, πονεμένο βογγητό
    η πονεμένη ζωή το Μαρσέλ Προυστ
  3. ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, που έχει πονέσει αλλά κάνει και τους άλλους να τον συμπονούν, κινεί τον οίκτο, άνθρωπος ή ιστορία
    πονεμένος άνθρωπος
  4. δακρύβρεκτος, λυπητερός
  5. Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του. (Εφταλιώτης, "Φυλλάδες του Γεροδήμου")
  6. κάπως ειρωνικά για κάτι δύσκολο
    Φίλε μου, τα μαθηματικά για εμένα ήταν μια πονεμένη ιστορία
  1. → δείτε τη λέξη πονώ

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ο πονεμένος αποκοιμήθηκε, ο νηστικός αγρυπνάει (το πραγματικο πρόβλημα είναι η πείνα και όχι ο καημός)
  • στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος (το φάρμακο για τον πονεμένο είναι η παρηγοριά -από τη φράση του Μένανδρου: Λύπης ιατρός εστίν ανθρώποις λόγος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία