Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πομπός οι πομποί
      γενική του πομπού των πομπών
    αιτιατική τον πομπό τους πομπούς
     κλητική πομπέ πομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομπός < αρχαία ελληνική πομπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομπός αρσενικό

  1. (τηλεπικοινωνίες) πηγή που εκπέμπει σε οποιαδήποτε μορφή ένα μήνυμα με προορισμό έναν δέκτη
  2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι παράγει μήνυμα, σήμα, πληροφορία
    συντομογραφία: TX [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομπός < πέμπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομπός αρσενικό

  1. οδηγός, συνοδός
  2. ακόλουθος
  3. κήρυκας, αγγελιοφόρος
  4. εκείνος που μεταφέρει κάτι (μπορεί και αντικείμενο, όχι μόνον μηνύματα), εκείνος με τον οποίο κάτι πέμπεται, αποστέλλεται



  Αναφορές επεξεργασία

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.