Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.to.niˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐το‐νι‐κό

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πολυτονικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυτονικός. Εννοείται το ουσιαστικό «σύστημα».

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυτονικό ουδέτερο

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πολυτονικό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολυτονικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυτονικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυτονικός