πολιτεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολιτεύομαι ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Θουκυδίδη[1]< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιτεύομαι < (αρχαία ελληνικά πολιτεύω)
Ρήμα επεξεργασία
πολιτεύομαι
- συμμετέχω, παίρνω ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή ενός τόπου
- ↪ Πολιτεύεται στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια.
- ↪ Aπό τότε που άρχισε να πολιτεύεται εγκατέλειψε τη δικηγορία.
- συμπεριφέρομαι, ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο
- ↪ Σε όλη του τη ζωή πολιτεύτηκε άψογα.
- χειρίζομαι κάτι ιδίως με διπλωματικότητα και με ευελιξία
- ↪ Tο πολιτεύτηκε έξυπνα το ζήτημα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολιτεύομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- πολιτεύομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολιτεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας