Δείτε επίσης: πολεμέω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεμάω < πολεμ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολεμῶ, συνηρημένος τύπος του πολεμέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.leˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λε‐μά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

πολεμάω, -άς/πολεμώ, αόρ.: πολέμησα, παθ.φωνή: πολεμιέμαι/πολεμούμαι, π.αόρ.: πολεμήθηκα, μτχ.π.π.: πολεμημένος

  1. κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου, αντιπαρατίθεμαι με τα όπλα
     συνώνυμα: αγωνίζομαι, μάχομαι
  2. (μεταφορικά)
    1. συγκρούομαι με μια αντίθετη άποψη
    2. προσπαθώ να εκπληρώσω έναν σκοπό
    3. απασχολούμαι με κάτι

Σύνθετα επεξεργασία

σε -άω ή/και

Συγγενικά= επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

(λόγιο) πολεμούμαι, -είσα, -είται...

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία