Δείτε επίσης: , -ποιώ, ποιῶ, -ποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιῶ, συνηρημένος τύπος του ποιέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποι‐ώ
παρώνυμα: πιο, ποιο

  Ρήμα επεξεργασία

ποιώ, πρτ.: ποιούσα, αόρ.: ποίησα/εποίησα, παθ.φωνή: ποιούμαι, π.αόρ.: ποιήθηκα, μτχ.π.π.: ποιημένος

Σύνθετα επεξεργασία

Στα νέα ελληνικά, κυρίως σε σύνθετα -ποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία