Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποιητής οι ποιητές
      γενική του ποιητή των ποιητών
    αιτιατική τον ποιητή τους ποιητές
     κλητική ποιητή ποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιητής[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποιητής αρσενικό (θηλυκό ποιήτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την ποίηση, που γράφει ποιήματα
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που δημιουργεί στίχους, ο στιχουργός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποιητᾱ-
ονομαστική ποιητής οἱ ποιηταί
      γενική τοῦ ποιητοῦ τῶν ποιητῶν
      δοτική τῷ ποιητ τοῖς ποιηταῖς
    αιτιατική τὸν ποιητήν τοὺς ποιητᾱ́ς
     κλητική ! ποιητᾰ́ ποιηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ποιηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιητής < ποιέω / ποιῶ, ποιη- (όπως και στο ποίησις) + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποιητής αρσενικό

  1. ο δημιουργός
  2. ο νομοθέτης
  3. ο (επάγγελμα) ποιητής
  4. ο (επάγγελμα) μουσικός
  5. ο (επάγγελμα) συγγραφέας

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία