Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Πογκρόμ εναντίον Γερμανών Εβραίων της Φραγκφούρτης στα 1819. Χαρακτικό του Johann Michael Voltz

  Ετυμολογία επεξεργασία

πογκρόμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική pogrom < ρωσική погром (=καταστροφή, ερήμωση) < погромить < по- (=ολοκληρωτικά) + громить (=καταστρέφω) < гром (=κεραυνός) < πρωτοσλαβικό *gromъ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πογκρόμ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ιστορία) αντισημιτικές διώξεις στην τσαρική Ρωσία κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
  2. βιαιοπραγίες και διώξεις σε βάρος μειονοτήτων (εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών κ.ά.) ή αντιφρονούντων
    Η αντιδραστική αυτή πολιτική του κατατεμαχισμού των προλεταριακών δυνάμεων, που σήμερα εκδηλώνεται κυρίως με τη μορφή των πογκρόμ στα οποία προβαίνουν οι μαυροεκατονταρχίτες, ίσως να καταλήξει αύριο σε τίποτα πιο εκλεπτυσμένες μορφές. (Βλαντιμίρ Λένιν, Σοσιαλισμός και θρησκεία)
    Υπολογίζοντας και τους θανάτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, περίπου 2.000 ως 2.500 ήταν οι νεκροί που μπορούν να αποδοθούν στο πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων» (Νύχτα των Κρυστάλλων, Βικιπαίδεια)
    Όλα όσα γίνονται εκεί κάτω είναι επειδή το δικαίωμα ύπαρξης της Παλαιστίνης καταργήθηκε πριν από εξήντα χρόνια, όταν το πογκρόμ και η εξόντωση των γηγενών πληθυσμών σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν από τους ιδρυτές του κράτους του Ισραήλ. (εφημερίδα Τα Νέα, 18/1/2009)
    Ε, λοιπόν, αυτόν τον Έλληνα, που ρωτάει την ανθρωπότητα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», που παραληρεί στα συλλαλητήρια, που αρνείται στον Άλλο βασικά δικαιώματα, που κάνει πογκρόμ εναντίον (παλιότερα) των Εβραίων και σήμερα των Μουσουλμάνων συμπολιτών του - και που καταλήγει να πυροβολεί (κατά λάθος) τον Αλβανό και τον γύφτο, δεν τον συμπαθώ. Και στο σημείο αυτό είμαι, αθεράπευτα, ανθέλλην. (Νίκος Δήμου, Απολογία ενός Ανθέλληνα)
  3. κάθε οργανωμένη δίωξη
    «Πογκρόμ» κατά της παράμονης στάθμευσης (εφημερίδα Έθνος, 24/1/2013)
    Όσα (δεν) φέρνει το πογκρόμ στο ποδοσφαιρικό Τριφύλλι (εφημερίδα Το Βήμα, 22/12/2012)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία