Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πνιγμός οι πνιγμοί
      γενική του πνιγμού των πνιγμών
    αιτιατική τον πνιγμό τους πνιγμούς
     κλητική πνιγμέ πνιγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνιγμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνιγμός αρσενικό

  • ο θάνατος από ασφυξία, συνήθως μετά από γέμισμα των πνευμόνων με νερό, είτε με στραγγαλισμό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία