πνευστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πνευστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πνευστό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πνευστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πνευστός