Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευματικότητα οι πνευματικότητες
      γενική της πνευματικότητας των πνευματικοτήτων
    αιτιατική την πνευματικότητα τις πνευματικότητες
     κλητική πνευματικότητα πνευματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευματικότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνευματικότητα θηλυκό

  1. η πίστη στον μεταφυσικό υπερβατισμό
  2. (δεν προτιμάται η συγκεκριμένη λέξη) (ο) πνευματισμός, (η) πίστη στη δύναμη των πνευμάτων
  3. η θεία χάρη, η θεία ευλογία του γαλήνιου και πνευματικού

  Μεταφράσεις επεξεργασία