Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεόνασμα τα πλεονάσματα
      γενική του πλεονάσματος των πλεονασμάτων
    αιτιατική το πλεόνασμα τα πλεονάσματα
     κλητική πλεόνασμα πλεονάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεόνασμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεόνασμα ουδέτερο

  1. αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο
  2. (οικονομία) το καθαρό κέρδος

  Μεταφράσεις επεξεργασία