πλεόνασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλεόνασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλεόνασμα ουδέτερο
- αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο
- (οικονομία) το καθαρό κέρδος