πλευρό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλευρό | τα | πλευρά |
γενική | του | πλευρού | των | πλευρών |
αιτιατική | το | πλευρό | τα | πλευρά |
κλητική | πλευρό | πλευρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλευρό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλευρόν (ουδέτερο), παράλληλος τύπος του θηλυκού πλευρά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pleˈvɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλευ‐ρό
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλευρό ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) το μέρος του κορμού του σώματος μεταξύ της πλάτης και του στήθους/κοιλιακής χώρας
- (ανατομία) για το οστό → δείτε τη λέξη πλευρά (θηλυκό)
- κάποιο πλάγιο τμήμα επιφάνειας, πράγματας
- (μεταφορικά) το ευαίσθητο σημείο
- → δείτε την έκφραση έχω καλυμμένα τα πλευρά μου από κάθε επίθεση
Εκφράσεις επεξεργασία
- μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι: δεν θα γίνει αυτό που προσδοκείς/ελπίζεις/θέλεις
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
πλευρ-
πλευρ-
Μεταφράσεις επεξεργασία
το πλάγιο μέρος του σώματος