Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεονεξία οι πλεονεξίες
      γενική της πλεονεξίας των πλεονεξιών
    αιτιατική την πλεονεξία τις πλεονεξίες
     κλητική πλεονεξία πλεονεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονεξία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλεονεξία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονεξία θηλυκό

  • η ιδιότητα του πλεονέκτη, το να επιθυμεί κανείς περισσότερα από όσα χρειάζεται ή από όσα έχει

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλεονεξί αἱ πλεονεξίαι
      γενική τῆς πλεονεξίᾱς τῶν πλεονεξιῶν
      δοτική τῇ πλεονεξί ταῖς πλεονεξίαις
    αιτιατική τὴν πλεονεξίᾱν τὰς πλεονεξίᾱς
     κλητική ! πλεονεξί πλεονεξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλεονεξί
γεν-δοτ τοῖν  πλεονεξίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονεξία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονεξία, -ας θηλυκό

  1. πλεονεξία
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 359c
    ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ οὖν λάβοιμεν ἂν τὸν δίκαιον τῷ ἀδίκῳ εἰς ταὐτὸν ἰόντα διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὃ πᾶσα φύσις διώκειν πέφυκεν ὡς ἀγαθόν, νόμῳ δὲ βίᾳ παράγεται ἐπὶ τὴν τοῦ ἴσου τιμήν
    Είναι αδύνατο να μην πιάσομε επ᾽ αυτοφώρω τον δίκαιο να βαδίζει στα ίχνη του αδίκου, από τη φυσική πλεονεξία που κάθε φύση την επιδιώκει έτσι ορμέφυτα, αναγκάζεται όμως με τη βία του νόμου να σέβεται την ισότητα.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. ύπαρξη πλεονεκτήματος ή υπεροχής
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 184
    ἔστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μεγάλη τοῖς ἀδικοῦσιν ἅπασι μερὶς καὶ πλεονεξία ἡ τῶν ὑμετέρων τρόπων πραότης.
    Η πραότητα του χαρακτήρα σας, Αθηναίοι, είναι μεγάλη ενίσχυση και πλεονέκτημα για όλους όσους αδικούν.
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 9
    διεξιὼν δὲ περὶ τούτων πρὸς ἐμαυτὸν εὕρισκον οὐδαμῶς ἂν ἄλλως αὐτὴν ἡσυχίαν ἄγουσαν, πλὴν εἰ δόξειεν ταῖς πόλεσιν ταῖς μεγίσταις διαλυσαμέναις τὰ πρὸς σφᾶς αὐτὰς εἰς τὴν Ἀσίαν τὸν πόλεμον ἐξενεγκεῖν καὶ τὰς πλεονεξίας, ἃς νῦν παρὰ τῶν Ἑλλήνων ἀξιοῦσιν αὑταῖς γίγνεσθαι, ταύτας εἰ παρὰ τῶν βαρβάρων ποιήσασθαι βουληθεῖεν·
    Συζητώντας λοιπόν το θέμα εξαντλητικά με τον εαυτό μου έφτασα στο συμπέρασμα πως ένας και μόνος τρόπος ήταν να ησυχάσει για καλά η πόλη μας: Να αποφασίσουν οι πιο μεγάλες πόλεις να διαλύσουν πια τα μίση μεταξύ τους, για να μεταφέρουν επιτέλους τον πόλεμο όλες μαζί προς την Ασία, και τα πλεονεκτήματα, που αξιώνουν τώρα να πετύχουν από τους Έλληνες, να τα κυνηγήσουν με επιμονή μονάχα από τους βαρβάρους.
    Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  3. επιθετικότητα, εχθρική ενέργεια
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Ὑπὲρ Μεγαλοπολιτῶν, 21
    πολὺ δὴ κάλλιον καὶ ἄμεινον τὴν μὲν Θηβαίων συμμαχίαν αὐτοὺς παραλαβεῖν, τῇ δὲ Λακεδαιμονίων πλεονεξίᾳ μὴ ᾽πιτρέψαι,
    Είναι λοιπόν προτιμότερο και πολύ πιο έντιμο να δεχτούμε τη συμμαχία των Θηβαίων και να μην επιτρέψουμε την επεκτατική διάθεση των Λακεδαιμονίων
    Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία