πλήξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλήξη | οι | πλήξεις |
γενική | της | πλήξης* | των | πλήξεων |
αιτιατική | την | πλήξη | τις | πλήξεις |
κλητική | πλήξη | πλήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλήξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλῆξις[1] < πλήττω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpli.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλή‐ξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλήξη θηλυκό
- το να πλήττει κάποιος, να βαριέται
- ※ Τὰ σκυλιὰ δὲ λογαριάζουν, / ὁ Σηκουάνας πὄχει πνίξει, / δὲ φοβοῦνται, διασκεδάζουν / τὴν εὐγενική τους πλήξη. (Λοράν Ταγιάντ, (μτφ. Κώστας Καρυωτάκης), Βαρκαρόλα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλήττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλήξη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλήξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας