πλέξιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈple.ksi.mo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλέξιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του πλέκω
- η μαμά μου είναι καταπληκτική στο πλέξιμο
- οι βελόνες πλεξίματος έχουν διαφορετικό πάχος η καθεμιά
- το στυλ πλεξίματος, η πλέξη
- πλέξιμο με πισωβελονιά
- το πλεκτό
- έφερα το πλέξιμό μου, για να πλέξουμε μαζί
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- πλέξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας