Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστός η πιστή το πιστό
      γενική του πιστού της πιστής του πιστού
    αιτιατική τον πιστό την πιστή το πιστό
     κλητική πιστέ πιστή πιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστοί οι πιστές τα πιστά
      γενική των πιστών των πιστών των πιστών
    αιτιατική τους πιστούς τις πιστές τα πιστά
     κλητική πιστοί πιστές πιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πιστός πιστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐στός

  Επίθετο επεξεργασία

πιστός, -ή , -ό

  1. που παραμένει σταθερός, αφοσιωμένος σε κάτι ή κάποιον
    πιστός φίλος, πιστός στις συνήθειές του
    ※  Ορκίσου, είπε του Χρυσήλιου, σε τούτο το άγιο εικόνισμα, να μείνεις πιστός στο λόγο σου και στο Βασιλέα σου.
    Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα [μυθιστόρημα]
  2. που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη προς κάποιον ή κάτι
    πιστός οπαδός ενός κόμματος ή μιας ομάδας
  3. ολόιδιος, ακριβής, όπως στο πρωτότυπο
    πιστό φωτοαντίγραφο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιστός οι πιστοί
      γενική του πιστού των πιστών
    αιτιατική τον πιστό τους πιστούς
     κλητική πιστέ πιστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιστός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πιστός πιστή τὸ πιστόν
      γενική τοῦ πιστοῦ τῆς πιστῆς τοῦ πιστοῦ
      δοτική τῷ πιστ τῇ πιστ τῷ πιστ
    αιτιατική τὸν πιστόν τὴν πιστήν τὸ πιστόν
     κλητική ! πιστέ πιστή πιστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πιστοί αἱ πισταί τὰ πιστᾰ́
      γενική τῶν πιστῶν τῶν πιστῶν τῶν πιστῶν
      δοτική τοῖς πιστοῖς ταῖς πισταῖς τοῖς πιστοῖς
    αιτιατική τοὺς πιστούς τὰς πιστᾱ́ς τὰ πιστᾰ́
     κλητική ! πιστοί πισταί πιστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πιστώ τὼ πιστᾱ́ τὼ πιστώ
      γεν-δοτ τοῖν πιστοῖν τοῖν πισταῖν τοῖν πιστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστός < *πιθ-τός, μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος που υπάρχει στο πείθω + -τός (ρηματικό επίθετο)[1] <
• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   πρωτοελληνική *péitʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéydʰeti < *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

πιστός, -ή , -όν

ζητούμενο λήμμα

  • Όμηρος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. {Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία