Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πινακίδα οι πινακίδες
      γενική της πινακίδας των πινακίδων
    αιτιατική την πινακίδα τις πινακίδες
     κλητική πινακίδα πινακίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινακίδα < αρχαία ελληνική πινακίς υποκορ. του πίναξ
 
πινακίδα καταστήματος
 
πινακίδα κυκλοφορίας οχήματος
 
οδική πινακίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πινακίδα θηλυκό

  1. ορθογώνιο παραλληλόγραμμο [συνήθως μικρού πάχους στην τρίτη διάσταση] που επιτελεί κάποια χρήση (συμβολικό σήμα, υλικό αντικείμενο, τυπωμένος ή εγχάρακτος πίνακας κτλ)
    • (στην ουσία ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, όμως δεν αναφερόμαστε συνήθως στην τρίτη του διάσταση)
    • παρόμοιας χρήσης αντικείμενο που δεν είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία