Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος πετάω / πετώ, παράλληλος τύπος του πετιέμαι

  Ρήμα επεξεργασία

πετάγομαι, πρτ.: πεταγόμουν(α), στ.μέλλ.: θα πεταχτώ, αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος