περιφερειακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιφερειακός < περιφέρεια + -ακός (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική périphérique)
Επίθετο επεξεργασία
περιφερειακός
- που έχει σχέση με την περιφέρεια, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με δρόμο που κινείται περιμετρικά μιας αστικής ή οικιστικής περιοχής ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη περιφέρω
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιφερειακός
|