Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιπατητής οι περιπατητές
      γενική του περιπατητή των περιπατητών
    αιτιατική τον περιπατητή τους περιπατητές
     κλητική περιπατητή περιπατητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπατητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιπατητής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.pa.tiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐πα‐τη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιπατητής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη περπατάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιπατητής οἱ περιπατηταί
      γενική τοῦ περιπατητοῦ τῶν περιπατητῶν
      δοτική τῷ περιπατητ τοῖς περιπατηταῖς
    αιτιατική τὸν περιπατητήν τοὺς περιπατητᾱ́ς
     κλητική ! περιπατητᾰ́ περιπατηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπατητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  περιπατηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Πηγές επεξεργασία