Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενταμελής η πενταμελής το πενταμελές
      γενική του πενταμελούς* της πενταμελούς του πενταμελούς
    αιτιατική τον πενταμελή την πενταμελή το πενταμελές
     κλητική πενταμελή(ς) πενταμελής πενταμελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενταμελείς οι πενταμελείς τα πενταμελή
      γενική των πενταμελών των πενταμελών των πενταμελών
    αιτιατική τους πενταμελείς τις πενταμελείς τα πενταμελή
     κλητική πενταμελείς πενταμελείς πενταμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενταμελής < πεντα- + -μελής

  Επίθετο επεξεργασία

πενταμελής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από πέντε μέλη
    πενταμελής επιτροπή

Δείτε επίσης επεξεργασία

μονομελής · διμελής · τριμελής · τετραμελής · πενταμελής · εξαμελής · επταμελής · εφταμελής · οκταμελής · οχταμελής · εννεαμελής · εννιαμελής · δεκαμελής

  Μεταφράσεις επεξεργασία