Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάφυλλος η πεντάφυλλη το πεντάφυλλο
      γενική του πεντάφυλλου της πεντάφυλλης του πεντάφυλλου
    αιτιατική τον πεντάφυλλο την πεντάφυλλη το πεντάφυλλο
     κλητική πεντάφυλλε πεντάφυλλη πεντάφυλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάφυλλοι οι πεντάφυλλες τα πεντάφυλλα
      γενική των πεντάφυλλων των πεντάφυλλων των πεντάφυλλων
    αιτιατική τους πεντάφυλλους τις πεντάφυλλες τα πεντάφυλλα
     κλητική πεντάφυλλοι πεντάφυλλες πεντάφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάφυλλος < πεντά- + -φυλλος


  Επίθετο επεξεργασία

πεντάφυλλος, -η, -ο

  1. που αποτελείται ή καταλαμβάνει πέντε φύλλα
    πεντάφυλλη μελέτη
    πεντάφυλλο άρθρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία