Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάστιχος η πεντάστιχη το πεντάστιχο
      γενική του πεντάστιχου της πεντάστιχης του πεντάστιχου
    αιτιατική τον πεντάστιχο την πεντάστιχη το πεντάστιχο
     κλητική πεντάστιχε πεντάστιχη πεντάστιχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάστιχοι οι πεντάστιχες τα πεντάστιχα
      γενική των πεντάστιχων των πεντάστιχων των πεντάστιχων
    αιτιατική τους πεντάστιχους τις πεντάστιχες τα πεντάστιχα
     κλητική πεντάστιχοι πεντάστιχες πεντάστιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάστιχος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή πεντάστιχος[1], μορφολογικά αναλύεται πεντά- + στίχος

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάστιχος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία