πεντάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεντάρα | οι | πεντάρες |
γενική | της | πεντάρας | — | |
αιτιατική | την | πεντάρα | τις | πεντάρες |
κλητική | πεντάρα | πεντάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /penˈda.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεντάρα θηλυκό
- (νόμισμα) παλαιότερο νόμισμα πέντε λεπτών
- (ειρωνικό) σύνολο πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα
- φάγαμε μια πεντάρα (είτε αποβολή πέντε ημερών είτε φυλάκιση πέντε ημερών ή μηνών ή ετών είτε πέντε γκολ κλπ.)
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
νομίσματα: