πειστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειστικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐στι‐κός
- ομόηχο: πιστικός
Επίθετο επεξεργασία
πειστικός, -ή, -ό
- που πείθει τους άλλους, που γίνεται πιστευτός από τους άλλους
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πείθω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειστικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πειστικός, -ή, -όν
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πείθω
Σημειώσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πείθω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- πειστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.