πειράζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειράζω < αρχαία ελληνική πειράζω < πεῖρα
Ρήμα επεξεργασία
πειράζω
- ενοχλώ
- ακουμπώ και μετακινώ ή αλλάζω ελαφρά τη θέση
- αστεΐζομαι, περιπαίζω, χωρατεύω
- βλάπτω, κάνω κακό
- (μεταφορικά) κάνω μετατροπές, προσθήκες ή μικροαλλαγές, αλλάζω κάτι, ειδικά σε συσκευές ή μηχανές
- ↪ Έχει πειράξει την εξάτμιση για να έχει καλύτερη απόδοση, αλλά κάνει πιο πολύ φασαρία τώρα.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειράζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειράζω < πεῖρα
Ρήμα επεξεργασία
πειράζω
- δοκιμάζω
- προσπαθώ
- δελεάζω, βάζω σε πειρασμό
- (ελληνιστική σημασία, ειδικότερα, κακόσημο) προσπαθώ να παρασύρω σε κάτι κακό
Πηγές επεξεργασία
- πειράζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειράζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.